- wollen
- wollen1[ˈvɔlən]<will, wollte, gewollt>I. vi/vt θέλω,• ich will jetzt nach Hause τώρα θέλω να πάω στο σπίτι,• zu wem Sie? σε ποιον θέλετε να πάτε;,• ganz wie du willst όπως θες εσύ,• ob du willst oder nicht θες δε θες,• dann wir mal! (umg) τότε λοιπόν ας αρχίσουμε!,• ich will nicht, dass … δε θέλω να …,• was willst du noch? τι άλλο θες;,• ich weiß gar nicht, was du willst, das sieht doch gut aus μα τι θέλεις επιτέλους, αφού αυτό φαίνεται μια χαρά,• man muss nur φτάνει κανείς να το θέλειII. v modal1. (wünschen) θέλω,• ich will es ihm nicht sagen δε θέλω να του το πω,• was ich dir noch sagen wollte αυτό που ήθελα ακόμη να σου πω,• ich will nichts gesagt haben, aber … δε θέλω να πω τίποτα αλλά …,• das will ich nicht gehört haben αυτό δεν το άκουσα,• ohne es zu χωρίς να το θέλω2. (müssen) πρέπει,• das will gelernt sein αυτό πρέπει να το έχει μάθει κανείς,• die Sache will gut überlegt sein το πράγμα θέλει πολλή σκέψη,• das will etwas heißen αυτό κάτι σημαίνει3. (können) μπορώ,• was will man da machen? τι μπορεί να κάνει κανείς;,• meine Beine nicht mehr δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου4. (Aufforderung):• wenn Sie bitte Platz nehmen (geh) θέλετε να καθήσετε παρακαλώ;,• wir uns nicht setzen? δε θα καθήσουμε;,• willst du wohl still sein! θα σταματήσεις επιτέλους;5. (Behauptung, Anspruch):• er will dich gestern gesehen haben ισχυρίζεται ότι σε είδε χθες,• und so jemand will Lehrer sein και να φανταστείς ότι είναι και δάσκαλος6. (Phrasen):• es wollte und wollte nicht gelingen δεν πετύχαινε με τίποτα,• komme, was da wolle ας γίνει ό,τι θέλει,• koste es, was es wolle (fig) ας μου κοστίσει ό,τι θέλειwollen2[ˈvɔlən]adj μάλλινος
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.